- ημίκραιρα
- ἡμίκραιρα, ἡ (Α)1. το μισό τού κεφαλιού ή τού προσώπου2. ημικρανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κραίρα «κεφαλή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμικραίρα — ἡμικραίρᾱ , ἡμίκραιρα half the head fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίκραιρα — half the head fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικραίρας — ἡμικραίρᾱς , ἡμίκραιρα half the head fem acc pl ἡμικραίρᾱς , ἡμίκραιρα half the head fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίκραιρ' — ἡμίκραιρα , ἡμίκραιρα half the head fem nom/voc sg ἡμίκραιραι , ἡμίκραιρα half the head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικραίραις — ἡμίκραιρα half the head fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίκραιραι — ἡμίκραιρα half the head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίκραιραν — ἡμίκραιρα half the head fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Migräne — Klassifikation nach ICD 10 G43.0 Migräne ohne Aura (Gewöhnliche Migräne) G43.1 Migräne mit Aura (Klassische Migräne) G43.2 … Deutsch Wikipedia
ημίκρανον — ἡμίκρανον, τὸ (AM) βλ. ημίκραιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κρανον (< *κρανον < κρανίον), πρβλ. δί κρανον, κιονό κρανον] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek